- ἀραιωτικός
- ἀραι-ωτικός, ή, όν,A of or for rarefying, ὑγρῶν, v.l. in Dsc.1.62.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αραιωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί αραίωση 2. χημ. (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ.) αραιωτικά, τα αδρανείς ουσίες που προστίθενται σε άλλες ουσίες ή διαλύματα με σκοπό να αυξήσουν τον όγκο των τελευταίων και να ελαττώσουν έτσι την περιεκτικότητά τους ανά… … Dictionary of Greek
αραιωτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην αραίωση: Το πιο πρόχειρο αραιωτικό για τα υγρά είναι το νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀραιωτικά — ἀραιωτικός of neut nom/voc/acc pl ἀραιωτικά̱ , ἀραιωτικός of fem nom/voc/acc dual ἀραιωτικά̱ , ἀραιωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικῶν — ἀραιωτικός of fem gen pl ἀραιωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικόν — ἀραιωτικός of masc acc sg ἀραιωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικοῖς — ἀραιωτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικοί — ἀραιωτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικῆς — ἀραιωτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτική — ἀραιωτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικήν — ἀραιωτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιωτικάς — ἀραιωτικά̱ς , ἀραιωτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)